- ευσταθώ
- (ΑΜ εὐσταθῶ, -έω) [ευσταθής]είμαι ευσταθής, είμαι σταθερός, έχω σταθερή βάσηνεοελλ.είμαι βάσιμος, στηρίζομαι στην πραγματικότητα, σε τεκμήρια, σε πειστικούς συλλογισμούς (α. «η άποψη δεν ευσταθεί» β. «τα επιχειρήματα δεν ευσταθούν»)αρχ.1. (για θάλασσα) είμαι ήρεμος, γαλήνιος («ἔτυχε γαλήνη οὖσα καὶ εὐσταθοῡν τὸ πέλαγος», Λουκιαν.)2. (για πρόσ.) ηρεμώ3. (για το σώμα) είμαι υγιής4. (για τόπους και πολιτικές καταστάσεις) έχω σταθερότητα («εὐσταθοῡσα βασιλεία»).
Dictionary of Greek. 2013.